- Plainly
- adv.Simply: P. and V. ἁπλῶς.Candidly: P. and V. ἁπλῶς, ἄντικρυς, ἐλευθέρως.Outspokenly: P. μετὰ παρρησίας, V. παρρησίᾳ.Speak plainly, v.: P. παρρησιάζεσθαι.Intelligibly: P. and V. γνωρίμως.(Speak) plainly: P. and V. σαφῶς, V. τορῶς, τρανῶς, σκεθρῶς.Clearly: P. and V. σαφῶς, ἐμφανῶς, δηλαδή, λαμπρῶς, περιφανῶς, Ar. and P. φανερῶς, καταφανῶς, P. διαφανῶς, ἐπιφανῶς, V. σαφηνῶς, Ar. ἐπιδήλως.
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language. 2014.